γκρενά

γκρενά
επίθ. ακλ. гранатовый (о цвете);

ύφασμα γκρενά — ткань гранатового цвета


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "γκρενά" в других словарях:

  • γκρενά — 1. το χρώμα τού καρπού τής ροδιάς 2. πολύτιμος λίθος με αυτό το χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < (γαλλ. grenat < λατ. granatum «ρόδι»] …   Dictionary of Greek

  • αγραβανί — και αγραβανί και αγριβανί, το [ἀγραβανίς] βαθύ κόκκινο χρώμα (γκρενά), όπως το χρώμα τού καρπού τού φυτού αγραβανιά …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»